Ακόμα και το εξώφυλλό του, παράξενο μου φαινόταν.

Γελούσε, ο ήλιος, πρίν ευτελιστεί η επίκλησή του, απο την κίβδηλη "αλλαγή". Γελούσε ο ήλιος της γειτονιάς και υψωνόταν πάνω απο τον μουντό ορίζοντα της μεταπολίτευσης, που ζητούσε λίγο χρώμα και δροσιά. Ο Λοίζος, το συναίσθημα και η ευαισθησία της Αριστεράς, όπως θέλαμε να την θωρούμε, δεμένη με τον τόπο και τους ανθρώπου του. Συχνά, τον μνημονεύαμε στις παρέες, λέγοντας με θλίψη, πως "έφυγε νωρίς για να μην δεί την ξεφτίλα". Είμασταν σίγουροι, πως ο Λοίζος, αν ζούσε δεν θα ενέδιδε στην ευκολία και στην εξουσία, θα παρέμενε ατόφιος. Κρατώντας σφιχτά το δάκρυ ενός λαού, που ο δρόμος του, ξεκινούσε απο την προσφυγιά, γνώριζε εξορίες και διωγμούς, για να τραγουδάει δυνατά την ελπίδα με τον λυγμό του Καζαντζίδη και την Δραπετσώνα του Μίκη. Κι όλα αυτά ανακατεμένα, με λαικούς έρωτες και πειράγματα, με τα μπινελίκια του Λευτέρη Παπαδόπουλου και τους ποδοσφαιρικούς ήρωες της Κυριακής. Και ιδεολόγοι και λαικοί, και ποίηση και βαριά τραγούδια της ταβέρνας, με τον ήχο που ερχόταν απο τις μπαλάντες του Ντύλαν και της Μπαέζ, ταυτόχρονα με τους κοινωνικούς αγώνες για ν'αλλάξουμε ζωή και ...δρόμους.
Δημ. Ναπ. Γ
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου