Δευτέρα 4 Μαρτίου 2013

«ΛΑΙΚΙΣΜΟΣ» ΚΑΙ (ΜΕΤΑΜΟΝΤΕΡΝΑ) «ΑΡΙΣΤΕΡΑ» …

του Δημ.Ναπ.Γιαννάτου

Νισάφι πια με τις «αριστερές», ντούρες «ταξικές» φωνές, της …ευαισθησίας, της «δημοκρατικότητας» (και όχι της δημοκρατίας» ) και του πολιτισμένου «political correct» λόγου.
Ο ένας είναι «λαϊκιστής», ο άλλος «εθνικιστής», ο άλλος κλόουν (βλέπε Μπέπε Γκρίλο, κ.α), ο άλλος απολιτικός, ο άλλος δεν είναι «αριστερός» άρα δεν είναι «επαναστάτης», κλπ.

Τη τελευταία δεκαετία, διαβάζουμε και ακούμε συχνά, τις κοσμοπολίτικες, εξευρωπαϊσμένες και «εκσυγχρονιστικές» φωνές των κάθε είδους μεταμοντέρνων «αριστερών», οι οποίοι εμπνέονται από κάποιο αφηρημένο λαϊκό προλεταριάτο, στο οποίο βέβαια οι περισσότεροι δεν ανήκουν.
Πολλοί εστεμμένοι «επαναστάτες», αποφεύγουν μετά βδελυγμίας να μιλήσουν απλά ή την γλώσσα του λαού  (για τον οποίον  άλλωστε κόπτονται) στα πάνελ των μεγαλοεργολάβων, μήπως τους κατηγορήσουν για λαϊκισμό. Προτιμούν έτσι να μιλούν με ενοχές και ν’απολογούνται, καθώς κάποια λόγια δεν ταιριάζουν στην …. «κουλτούρα και τον πολιτισμό της Αριστεράς».
Προτιμούν λοιπόν την «καθωσπρέπει δημοκρατικότητα», καθώς ο «λαϊκισμός» παραπέμπει, άλλωστε και στον Αυριανισμό ή τον αλήστου μνήμης Τόμπρα, στον Τράγκα, κλπ. Επίσης, στα εύκολα επιχειρήματα, θυμίζουν μόνο τους λαϊκιστικούς φασισμούς του μεσοπολέμου ή το λαϊκισμό της Λατινικής Αμερικής που τον ταυτίζουν με τον φασισμό και τη δημαγωγία. Βέβαια, ξεχνούν πως τον 17ο αιώνα, αναπτύχθηκε ένας ανώνυμος λαϊκισμός (Guy Hermet) που προετοίμασε το έδαφος για το κίνημα των Ισοπεδωτών της Αγγλικής Επανάστασης ή πως στο επαναστατικό ρεύμα των Ναρόντνικων, του ρώσικου λαϊκισμού του 19ου αιώνα, υπερίσχυε η ανανεωτική και «προοδευτική» τάση του σοσιαλιστικού ουμανισμού (για πολλούς πρόδρομος του κινήματος που οδήγησε στην Σοβιετική Επανάσταση). Επίσης, από τον αγροτικό λαϊκισμό του 19ου αιώνα στην Αμερική, προήλθε ένα προοδευτικό κίνημα, που στις αρχές του 20ου αιώνα, εισήγαγε θεσμούς άμεσης δημοκρατίας, εις βάρος αυτών της αντιπροσωπευτικής.
Ο Ernesto Laclau, ανέλυσε το φαινόμενο του λαϊκισμού, στο βιβλίο του «Πολιτική και ιδεολογία στην Μαρξιστική θεωρία», και αναφέρει, πως «…ο λαϊκισμός είναι ένα φαινόμενο παρέκκλισης, προϊόν του ασυγχρονισμού των διαδικασιών μετάβασης από μια παραδοσιακή κοινωνία σε μια βιομηχανική κοινωνία».
Ο Pierre Adre’ Taguieff, αναφέρεται στην διπλή φύση του λαϊκισμού: στην συνύπαρξη της διαμαρτυρίας με την χειραγώγηση και στην συνάρθρωση της αλληλεγγύης με εκείνη του αυταρχισμού.
Κοντά με την ανάλυση του Laclau, βρίσκουμε και τις προσεγγίσεις των Νίκου Μουζέλη, του Gino Germani και του Torcuato di Tella, που αναφέρονταν στην παρέκκλιση και τον ασυγχρονισμό  σε μια μετάβαση από περιορισμένες μορφές αντιπροσώπευσης στην διευρυμένη αντιπροσώπευση. Όριζαν, δηλαδή και το περιεχόμενο της παρέκκλισης και του ασυγχρονισμού, στην σφαίρα και του πολιτικού συστήματος.
Ο Guy Hermet, επιπλέον, αμφισβητεί την ταύτιση, που συχνά επιχειρείται, ανάμεσα στον δημαγωγό και τον λαϊκιστή. Οι διαφορές αναφέρονται α. στο τύπο της σχέσης που θέλει να διατηρεί ο καθένας με τον πολίτη-λαό. Στην περίπτωση του λαϊκιστή είναι άμεση και ισότιμη, ενώ στου δημαγωγού είναι σχέση απόστασης– αυτοπροβάλλεται ως ευεργέτης, προστάτης ή σωτήρας του λαού. β. στην διάγνωση για την φύση των προβλημάτων που πλήττουν τον λαό, γ. στην πολιτική προσφορά του και δ. στην θέση τους σε σχέση με την δημοκρατία.

Η αμφισημία λοιπόν του λαϊκισμού, είναι δεδομένη και κρίνεται πάντα από τις συνθήκες, το περιεχόμενο και τους στόχους κάθε εποχής και κινήματος. Εξάλλου, από την στιγμή που τα πολιτικά καθεστώτα και συστήματα, έπαυσαν να αναφέρονται στο Θεό και επικαλούνται το λαό, εν δυνάμει θα λέγαμε πως ο «λαϊκισμός» είναι κοινή συνισταμένη όλων των μορφών πολιτικής εξουσίας.

Η παρέκκλιση και ο ασυγχρονισμός του λαϊκισμού, δηλαδή μια έστω λανθάνουσα αντίσταση ενσωμάτωσης στην κοινωνία του κέρδους και του αυταρχισμού (βλέπε καπιταλιστική κοινωνία, δηλαδή), φαντάζει πιο αποκρουστική στους «αριστερούς» μας, από την ίδια την ύπαρξή της. Το στυλ, το design, η λεπτότητα, η «δημοκρατικότητα» του διαλόγου στο …πάνελ,  θολώνει την ουσία.
Ας δούμε, τι έλεγε για το θέμα, ο Χρήστος Νάσιος (τον γνώρισα μόνο μέσα απ΄τα γραφτά του, αλλά δυστυχώς και πολύ κρίμα, δεν είναι πια κοντά μας και δίπλα στον αγώνα των καταπιεσμένων), στο περιοδικό Convoy (τεύχος 12 – 1989): «(για τον λαϊκισμό)…μια ρηξιακή διάθεση συχνά δίχως αντίκρισμα, μια εχθρότητα προς το κατεστημένο. Κυριαρχία της αντιπαλότητας και του ανταγωνισμού, αλλά και της καθυστέρησης και της άμυνας αντί της απελευθερωτικής επίθεσης. Από την άλλη (για την «δημοκρατικότητα») η αποθέωση της διαδικαστικότητας και η λατρεία της σύνθεσης με κάθε μέσο και κόστος, απουσία κάθε μορφής  αντιπαλότητας. Κυριαρχία της ίδιας της λογικής του συστήματος των κομμάτων…. ο δημοκρατικός λόγος αναφέρεται σε διαδικασίες ισορροπίας – όχι συμφερόντων – αλλά διατήρησης της υπάρχουσας τάξης πραγμάτων» αλλά και του «συμφωνημένου» αστικού πλαισίου επικοινωνίας, θα πρόσθετα κι εγώ.

Σε στιγμές κρίσης (όπως και αυτή που περνάμε), μεγάλα στρώματα των αγροτικών στρωμάτων και της εργατικής τάξης που προλεταριοποιούνται, εκφράζουν την  αντιπαλότητα με το καθεστώς, με άμεσο, εχθρικό και ασχημάτιστο τρόπο. Ο «λαϊκισμός» αυτός, ως έκφραση, κατευθύνεται σε αντιδραστικούς ή κοινωνικά απελευθερωτικούς, δρόμους, ανάλογα με την κοινωνική συνειδητοποίηση των ανθρώπων, αλλά και με τον πειστικό και κοντινό λόγο που μπορεί να τους εμπνεύσουν οι άνθρωποι που θεωρούνται «αριστεροί» ή τέλος πάντων όσοι ευαγγελίζονται μια δικαιότερη και «προοδευτικότερη» κοινωνία. Όμως, καταρχήν, η αντίδραση αυτή είναι ένα θετικό γεγονός και αναμφισβήτητα αποτελεί μια ανεπεξέργαστη και αδιαμόρφωτη ταξική πάλη.
Από την άλλη, στην Ελληνική κοινωνία, τα διευρυμένα μεσοστρώματα και οι κάθε λογής αριστεροί «επαναστάτες», αναφέρονταν σε μια αριστερή οικογενειακή παράδοση και καταγωγή, αλλά η κοινωνική και επαγγελματική τους θέση (τεχνοκράτες, καλλιτέχνες, σύμβουλοι επιχειρήσεων, διανοούμενοι, μάνατζερς, διδάσκοντες, «αυτοδημιούργητοι επιχειρηματίες», κ.α)  τους έφερνε πιο κοντά στον στρογγυλεμένο «δημοκρατικό» λόγο, της πολιτικής ορθότητας, του ευγενικού διαλόγου. Άνηκαν ήδη, στο εποικοδόμημα του κυρίαρχου αστικού κατεστημένου, έστω αν μεράκλωναν σε ρεμπετάδικα, απομονωνόντουσαν στην Κυκλάδες, ή εξυμνούσαν τον λαϊκό πολιτισμό και τον απλό άνθρωπο, ο οποίος μεταμορφωνόταν σε «φασίστα», «ρατσιστή», «απολιτικό», «θεοσεβούμενο» μικροαστό, μόλις τον συναντούσαν στις «πλατείες» να μουτζώνει, να φωνάζει ΟΥΣΤ, ή να διαλύει τις παρελάσεις θέλοντας να αποκαταστήσει ένα νέο νόημα σ’αυτές, χωρίς να σημαίνει ότι είναι εθνικιστής.
Η συγκεκριμένη μεταμοντέρνα και φιλελεύθερη ελληνική Αριστερά, από την συμπόρευση με το λαό και τον «λαϊκισμό» του, προτιμά ένα πιθανά πένθιμο σόλο, κλίνοντας σε όλες τις κλίσεις τη λέξη αριστερά (αρκεί να πάει κάποιος σε κάποια συγκέντρωση των πόλων αυτών και θα καταλάβει), επαναλαμβάνοντας τα ίδια κλισέ και τρόπους πάλης, αδυνατώντας να διδαχτεί από τον έστω «πρωτόγονο» και πρωτότυπο ριζοσπαστισμό του λαού.

Ας θυμηθούμε ξανά τον Χρήστο Νάσιο (περιοδικό Concoy – τεύχος 12 – 1989), που έγραφε:
« Ιστορικά, αν κάτι έλειψε από την ελληνική Αριστερά  αυτό δεν ήταν η «δημοκρατικότητα» ….αλλά κάποιος «λαϊκισμός», μια κάποια ταξικότητα» ή πιο κάτω «Βέβαια, ανάμεσα σε λαϊκισμό και  δημοκρατικότητα υπάρχει μια ουσιώδης διαφορά: ο πρώτος αποτελεί ένα πρωτογενές, καθυστερημένο και εν πολλοίς παραφθαρμένο υποκατάστατο της ταξικότητας, η  δεύτερη αποτελεί καθαρή αστική στρατηγική».
Και μάλιστα πολύ γλαφυρά, έλεγε για την λανθάνουσα ταξικότητα του λαικισμού : «…αυτό που θέλουμε να πούμε είναι πως δεν χρειάζεται “μαζί με τα νερά, να πετάξουμε και το μωρό”».

Ας χαλαρώσουν οι θιασώτες του εξευρωπαϊσμού και της Ευρώπης, των δικαιωμάτων και ας διδαχτούν από τον «αυθορμητισμό» των απλών ανθρώπων. Ο καπιταλισμός, είναι πια μια  καθολική απειλή και δεν αφορά απλά και μόνο την εργατική τάξη (με ποια μορφή, άλλωστε?). Αποτελεί έναν φασισμό νέου τύπου, όπου το κεφάλαιο, επιτίθεται συνολικά ενάντια στην κοινωνία. Οποιαδήποτε μορφή αντίστασης, ξεπερνά το φαντασιακό και το συμβολικό επίπεδο του  καπιταλισμού, μπορεί να δημιουργείται και να εκφέρεται και έξω από την «εργατική αποκλειστικότητα» και …εργολαβία. Στο κάτω κάτω, ας προσελκύσει, η συγκεκριμένη Αριστερά με τον λόγο της και την πειστικότητά της, τον …προκαπιταλιστικό – άρα αντικαπιταλιστικό – τρόπο αντίδρασης του λαού, προκειμένου να μην εκφράζεται με βαθιά αντιδραστικά φασιστικά φαινόμενα τύπου Χρυσής Αυγής. Ο λαϊκισμός (και δεν μιλάμε για τον δημοσιογραφικό ή διανοουμενίστικο λαϊκιστικό λόγο) είναι μια παραφρασμένη πλευρά του αντικαπιταλιστικού αγώνα, πολύ πιο κοντά στην ταξικότητα και την ταξική ανάλυση, από τον «συμφωνημένο» στα αστικά πλαίσια του θεάματος, «δημοκρατικό λόγο».
Ανώφελη και βλαβερή κάθε ερμηνεία, από την υπερμοντέρνα «δημοκρατικότητα», σε κάθε μορφή αντίστασης που δεν είναι «διαλεκτική» και ενταγμένη σε «κλασσικά» ξύλινα σχήματα και χαρακτηρίζεται ως «οπισθοδρομική», «ύποπτη», «καθυστερημένη», «λαϊκιστική», «μικροαστική» και άλλα φανταχτερά.

Δεν λέω, πως ο λαός πάντα ξέρει το σωστό, λέω πως ο λαός ΜΠΟΡΕΙ. Αυτή η συγκεκριμένη ελληνική Αριστερά, όμως?
Χαλαρώστε, λοιπόν, «σύντροφοι» και μουντζώστε ελεύθερα, βρίστε, πείτε ΟΥΣΤ, ξεχάστε λίγο  τις 18 εργατικές πορείες από την αρχή της κρίσης (μας έχετε πρήξει τ’αρχίδια με αυτό) και θυμηθείτε τις «λαϊκιστικές» και «απολιτικές»  παρελάσεις (περισσότερη ζημιά έκαναν στην κυβέρνηση) ρίξτε και κάνα «αντιδραστικό» ταξικό γιαούρτι, στήστε και καμιά κρεμάλα (δεν θα σχίσετε κανένα καλσόν, μη φοβάστε!), χαρείτε λίγο με τον Μπέπε Γκρίλο (εντάξει όχι πολύ, γιατί θα μολυνθεί η «επαναστατική» σας καθαρότητα) και ….
Σταματώ, τι λαϊκισμός, πια!!

Κυριακή 3 Μαρτίου 2013

ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΥΘΑΙΡΕΣΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΦΑΝΟΥΣ, ΣΤΗΝ ΔΙΚΤΑΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΑΦΑΝΟΥΣ


Τρεις βασικές αντιθέσεις διαπερνούν την κρίση, στο οικονομικό και κοινωνικοπολιτικό  μακροεπίπεδο, στην χώρα μας : 

Η αντίθεση εθνικής ανεξαρτησίας - υποταγής.

Η οποία υφαίνεται βίαια, στο πλαίσιο της οικονομικής νεοαποικιακής  ανακατανομής της κυριαρχίας στο εσωτερικό της Ε.Ε, που την δεδομένη συγκυρία ηγεμονεύει με γερμανικό πρόσωπο. Η αντίθεση αυτή, οξύνει τις ανισότητες σε επίπεδο ευρωπαϊκών χωρών και δημιουργεί  νέα προτάγματα και αγώνα διαρκείας για εθνική ανεξαρτησία και χειραφέτηση, ενάντια στην επικυριαρχία της υπερ-εθνικής ηγεμονίας.

Η αντίθεση της υλικής βάσης.

Το κεφάλαιο σε συνθήκες κρίσης βαθαίνει την εκμετάλλευση και την θηριώδη αναπαραγωγή του, μέσω της καταστροφής μέρους των υπερ-συσσωρευμένων κερδών του, αλλά και του μεταβλητού κεφαλαίου, των εργαζομένων, δηλαδή (ανεργία, απολύσεις, εφεδρεία, λουκέτα, καταργήσεις οργανισμών, κλπ). Παράλληλα, κατακτά οποιαδήποτε δραστηριότητα των ανθρώπων, μένει έξω απο το ανταγωνιστικό κέρδος, ή επιζεί με μη καπιταλιστικές δομές και σχέσεις.

Η αντίθεση στο επίπεδο πολιτικής κυριαρχίας.
 
Μορφή της είναι αυτή της βασικής αντίθεσης εξουσιαστών / εξουσιαζόμενων ή κυβερνόντων και κυβερνωμένων.
 Τα  φαινόμενα είναι ήδη γνωστά: αύξηση της κρατικής καταστολής, του αυταρχισμού και της συνταγματικής αυθαιρεσίας, των διώξεων και του σκόπιμα ολοκληρωτικού αντιφατικού λόγου και λογικής.  Η άμυνα, που ευελπιστεί να γίνει αντεπίθεση, κυοφορεί την ανάγκη γενικευμένης άμεσης κοινωνικής δημοκρατίας και αυτοδιαχείρισης .
Επιπρόσθετα, η οικονομική κρίση, αποτελεί και μια απάντηση των κυριαρχικών ελίτ του νεοαποικιακού κεφαλαίου, που διαχέεται σε κάθε κυψελίδα του κοινωνικού ιστού των εργαζομένων.  Η ιδεολογική υφή της εφαρμογής των οικονομικών μέτρων, είναι μια υποδόρια συνιστώσα της κρίσης και γι’αυτό ιδιαίτερα επικίνδυνη. Η επιλεκτική και περιοδικά εναλλασσόμενη κατασυκοφάντηση επαγγελμάτων και εργαζομένων, οι ανακατατάξεις μέσα σε οργανισμούς που δημιουργούν «ευνοούμενους» στο όριο της  επιβίωσης σε σχέση με άλλους χαμηλόμισθους ή άνεργους, η έπαρση τομέων της οικονομίας που μπορεί να θεωρούνται ακόμα προνομιούχοι (πολυεθνικές, τράπεζες, εφοπλιστικό κεφάλαιο, τουρισμός, κ.α) μαρτυρά και το ψυχολογικό προφίλ των μέτρων. Ο κατακερματισμός των εργαζομένων, συναντά τα εκβιαστικά διλλήματα, την εφιαλτική προοπτική και αυξάνει την ατομικισμό, την ανισότητα, τον κοινωνικό κανιβαλισμό, τον μικροαστικό αυταρχισμό, την ιεράρχηση σε «τεμπέληδες» και «εργατικούς», σε «παρωχημένους» και «εκσυγχρονιστές», βρίσκοντας χώρο ακόμα και στις απλές καθημερινές κουβέντες των ανθρώπων.  
Στην καθημερινή ζωή, το σύνδρομο των παραπάνω αντιθέσεων, αναπαράγεται και διαχέεται σαν ιδεολογική ομίχλη στις κάθε λογής σχέσεις και ανθρώπινα συστήματα. Από το ίδιο το άτομο, και τις υλικές, πνευματικές ή κοινωνικές επιπτώσεις που υφίσταται, ως  την οικογένεια και τους κοινωνικούς ή εργασιακούς χώρους. (Η αύξηση  της ενδοοικογενειακής βίας και του αυταρχισμού, τόσο ανάμεσα στο ζευγάρι όσο και απέναντι στα παιδιά, είναι ανάλογη του βαθέματος της οικονομικής κρίσης, σύμφωνα με πρόσφατες έρευνες).   
 
 Οι αντιθέσεις ανάμεσα  σε ιεραρχικές ελίτ απο την μια και εξισωτικών, συμβουλιακών δομών, απο την άλλη, πολιτικού γραφείου αποφάσεωνγενικών συνελεύσεων, συγκεντρωτισμού-αποκέντρωσης αποφάσεων, ετερονομίαςαυτονομίας, διαπερνούν οριζόντια και κάθετα όλες τις δομές της καθημερινότητας. Από την δεξιά, ως την αριστερά, από την οικογένεια ως τις φιλικές σχέσεις, από τα ιδιωτικά ως τα κρατικά αφεντικά και τους αντίστοιχους οργανισμούς ή επιχειρήσεις. Η πάλη ορίζεται εκ νέου ανάμεσα στην βαρβαρότητα και την αλληλεγγύη, την υποταγή και την ελευθερία, την αυθαιρεσία και την διαφάνεια, τον κοινωνικό κανιβαλισμό και την αλληλοβοήθεια, το ατομικό συμφέρον και την συλλογικότητα, την διάσπαση και την ενότητα.
Η αναγκαιότητα για μια βαθύτερη συμμετοχική δημοκρατία και αλληλεγγύη, είναι καίρια πολιτική επιλογή, από την γειτονιά και την αυτοδιοίκηση, έως  τις σχέσεις, την εργασία (όσο ακόμα υπάρχει) και τα συνδικάτα.
                                                                                                                               Δημ. Ναπ. Γ.